- πρασόχρους
- πρᾰσό-χρους, ουν, ([etym.] χρόα)A leek-coloured, Dem.Ophth. ap.Aët.7.33, Tz.H.8.971.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρασόχρους — ουν, και πρασόχροος, οον, ΜΑ αυτός που έχει το χρώμα τού πράσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράσον + χρόος / χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδό χρους)] … Dictionary of Greek